- μαλκίω
- μαλκίω (Α)1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.)2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες ἀλλήλοις», Δημοσθ.)3. γίνομαι μαλθακός, ασθενής («μαλκίετονμαλακῶς καὶ ἀσθενῶς ἔχετον», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μάλκη «μούδιασμα λόγω ψύχους» (πρβλ. ἰδίω)].
Dictionary of Greek. 2013.